- σωματωδώς
- Μβλ. σωματοειδῶς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματώδης — ες / σωματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] νεοελλ. εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα μσν. αρχ. πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.). επίρρ … Dictionary of Greek